

Κολλημένος χρόνος.

Το βράδυ μια ψύχρα την έχει, αλλά δεν υπάρχει η αίσθηση του φθινοπώρου. Σαν να κόλλησε ο καιρός εκεί στα τέλη του καλοκαιριού.
– Κοίτα τα καπνά στα χωράφια. Τα έχουν μαζέψει κι είναι ακόμα πράσινα.
Σαν να έχει κολλήσει ο καιρός, αλλά κι ο χρόνος. Είναι περίεργο αυτό που συμβαίνει. Φεύγεις απ´την Αθήνα και όλα πάνε πιο αργά. Ο αχός της ζωής ακούγεται απόμακρος, οι ώρες σέρνονται, το τραπέζι με τις πλαστικές καρέκλες λες και δεν μετακινήθηκε ποτέ.
– Βλέπω το τρακτέρ να οργώνει, πάνω κάτω, απ´ τη μια άκρη του χωραφιού στην άλλη, και προσπαθώ να καταλάβω τι σκέφτεται ο οδηγός του. Πού να τρέχει το μυαλό του όλες αυτές τις ατέλειωτες ώρες;
– Από ένα σημείο και μετά νομίζω ότι δεν σκέφτεσαι τίποτα. Δεν υπάρχει η αίσθηση του τώρα, του πριν, του μετά.
– Έχεις δίκιο. Θυμάμαι όταν μαζεύαμε τα καπνά οι ώρες πριν ξημερώσει ήταν οι πιο δύσκολες. Δεν περνούσαν με τίποτε. Στην αρχή ξεκινούσες να σκέφτεσαι τα φλερτ που έκανες, τ’ αγόρια που σου άρεσαν, αλλά πόσα αγόρια να σκεφτείς; Από ένα σημείο και μετά ήταν σαν να ζούσες σε όνειρο. Ακολουθούσες μηχανικά την αυλακιά, τα χέρια έκοβαν τους μίσχους των φύλλων, κολλούσαν απ’ την νικοτίνη και το μυαλό ήταν σε μια ομίχλη…
«Ο χρόνος, σκέφτομαι, ίσως είναι μια αργοπορημένη τιμωρία – για ποιο πανάρχαιο σφάλμα! Βράδιαζε. Άνοιξα το παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το αιώνιο παράπονο του κόσμου.» [1]
Ακόμα και τα ηλιοβασιλέματα κρατάνε πολύ. Μ’ αυτό το περίεργο το φως.
– Δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η ώρα. Με μελαγχολεί αφάνταστα. Θέλω να νυχτώσει.
– Εγώ αντίθετα τη βρίσκω πολύ όμορφη. Κοίτα τα χρώματα.
«Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε πολύ…» [1]
[1] Τάσος Λειβαδίτης, Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο, Ποίηση 1979 -1990