Σεπ 8, 2019 - Πλίνθοι & κέραμοι, Στους Imaginistes    Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ήχοι

ήχοι

~~~ α,

9.30,

Απ’ την ανοιχτή μπαλκονόπορτα μπαίνει η νύχτα, ο ζεστός αέρας,

οι ήχοι της πόλης:

– οι φωνές των παιδιών που παίζουν ακόμη στην παιδική χαρά,

– το ζευγαράκι που μαλώνει στο παγκάκι στον πεζόδρομο,

– τα μηχανάκια των ντελιβεράδων και τ’ αυτοκίνητα που μαρσάρουν ανεβαίνοντας την ανηφόρα μπροστά,

– το σκυλί που γαβγίζει στο μπαλκόνι στο βάθος,

και μπλέκονται με το βιβλίο:

~~~

«…Κλείνουν τα μαγαζιά στην αγορά, εκεί κάτω. Ο θόρυβος τούτος
από κλειδιά, λουκέτα, σιδερένια ρολά, πολύ μ’ αρέσει. «Τέλος. Τέλος.
Τέλος»,
είναι σα να φωνάζουν τα κλειδιά, από πόρτα σε πόρτα,
από λόφο σε λόφο, από χρόνο σε χρόνο, τούτοι οι χάλκινοι αγγελιαφόροι –
τέλος της εμπορίας και των συναλλαγών, – δε νομίζετε;

[…]

Πέρασαν πια τα χρόνια. Αλάφρωσα πολύ, παραβάρυνα. Χαίρομαι
αυτή την ελαφρότητα κι αυτό το βάρος. Ένα βαθύ χαμόγελο
με ανασηκώνει απ’ τις μασκάλες. Δεν πατώ στο χώμα, – ντρέπομαι
μη και με δει κανείς να περπατώ στον κήπο σαν πουλί. Ντρέπομαι
γι’ αυτή την παιδική μου ελαφρότητα. Αράζω εδώ στο παράθυρο
με τις βροχές, με τις λιακάδες, – δε χόρτασα ακόμη να βλέπω…
» [1]

~~~β,

η ώρα,

που περνάει με διαφορετική ταχύτητα κάθε φορά,

πρώτα έσβησαν οι φωνές των παιδιών,

το ζευγαράκι έχει φύγει, υποθέτω αγκαλιασμένο,

ένα αυτοκίνητο και σιωπή,

αλλά το σκυλί στο μπαλκόνι εξακολουθεί να γαβγίζει,

θα σταματήσει όμως,

όπως γίνεται κάθε βράδυ,

~~~

« ...Τα μεσάνυχτα
ακούω να πλαταγίζει ένα τραπεζομάντιλο σ’ ένα τραπέζι του κήπου.
Ένα καράβι περνάει με στον καθρέφτη. Μια σκοινένια σκάλα
κρεμιέται στον πολυέλαιο της σάλας. Αισθάνεσαι
την υγρασία που πέφτει στα παγκάκια των πάρκων· τις λειχήνες
που ντύνουν λίγο λίγο τα αγάλματα. Κι ύστερα πάλι ησυχία.

Τίποτα πια δεν περιμένω. Εδώ τελειώνω. Μόνο επάνω στον κλειστό γυναικωνίτη
ακούγεται τις νύχτες ασταμάτητος κείνος ο χτύπος
από τη χτένα του αργαλειού, κάτι υφαίνοντας, (δεν το ακούτε;) –
ένα ύφασμα ατελείωτο με αόριστα σχέδια, σε αόριστο χρόνο,
σε αόριστη μυστική αναμονή…
» [1]


[1] Γιάννης Ρίτσος, Χρυσόθεμις, Τέταρτη διάσταση (1956–1972)

Σεπ 3, 2019 - Πλίνθοι & κέραμοι    Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο αφίσα

αφίσα

Στο Βιετνάμ πυρπόλησαν το ρύζι
πυρπόλησαν το ρύζι.
Στη Σαϊγκόν δεν μπορείς να ζήσεις,
δε σου ‘φτανε ο αέρας για να ζήσεις.
Τώρα, κρυμμένος στο ποτάμι, ανασαίνεις,
Φο Μι Τσιν, ανασαίνεις
με καλάμι
.[1]

~~~

– Τι είναι οι μνήμες μας;

– Μικρά κομματάκια χρόνου που για κάποιο λόγο τρυπώνουν μέσα σου και περιμένουν μια αφορμή για να βγουν έξω. Κάποιες ανασύρονται ασυνείδητα, προσπαθούν να σταθούν στο σήμερα, μπλέκουν με την καθημερινότητα μέχρι να χαθούν πάλι.

~~~

Ήταν η πρώτη αφίσα που κολλήθηκε στον τοίχο του δωματίου κάποια στιγμή στη Δευτέρα Λυκείου στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Ο πόλεμος της ανεξαρτησίας στο μακρινό Βιετνάμ είχε τελειώσει λίγα χρόνια πριν κι ο απόηχός του έφτανε στη μικρή μας επαρχία και έπαιρνε μυθικές διαστάσεις.

Η ασπρόμαυρη φωτογραφία με τα διαπεραστικά μάτια, το αδιόρατο χαμόγελο και τα λόγια του από κάτω «Δεν υπάρχει τίποτα πιο ακριβό εκτός από την ανεξαρτησία και την ελευθερία» ακολούθησε τις μετακομίσεις σε φοιτητικά δωμάτια, παρακολουθούσε από ψηλά παθιασμένες συζητήσεις για την επανάσταση και τον άλλο κόσμο που θα ερχόταν, για το νέο σχολείο που θα φτιάχναμε, έβλεπε στωικά φοιτητικούς έρωτες και δράματα.

~~~

Φο Μι Τσιν, τι θα ‘κανες αλήθεια
τι θα ‘κανες αλήθεια,
τα παιδιά αν δεν τρώγανε σκουπίδια,
τα αεροπλάνα αν δεν καίγανε καλύβια;

Α! το κορίτσι σου θα ‘παιρνες για βόλτα
χέρι χέρι,
στο δάσος για βολτίτσα χέρι χέρι.
[1]

~~~

Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα στο πατάρι με τις κούτες των σκονισμένων αναμνήσεων, αλλά έφτασε ένα άκουσμα στην τηλεόραση [2] για να έρθει πάλι στην επιφάνεια συμπαρασύροντας έναν ολόκληρο κόσμο που έφυγε.


[1] Διονύσης Σαββόπουλος, Βιετνάμ γιέ-γιέ, 1966
[2] Τέτοιες μέρες, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1969, πέθανε στο Ανόι ο Χο Τσι Μιν, ο «θείος Χο», ηγέτης του κινήματος της ανεξαρτησίας του Βιετμάμ από το 1941.

Αυγ 25, 2019 - Πλίνθοι & κέραμοι, Στους Imaginistes    Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο αστέρια

αστέρια

«τη νύχτα είχα μάρτυρα
και τα άστρα των φιλιών σου
που έλεγες άλλη
έλεγες άλλη δε θα μπει
στο κάστρο των ματιών σου
» [1]

~~~

– Κοίτα πόσα αστέρια φαίνονται στον ουρανό ! Στην Αθήνα δε βλέπουμε τίποτα. Εδώ μέχρι κι ο γαλαξίας ξεχωρίζει.

– Είναι τα έντονα φώτα της πόλης που διώχνουν τη μαγεία.

– Ποιο είναι αυτό στο κέντρο; ‘Έχει τόσο δυνατό φως!

– Μισό λεπτό να δω στο κινητό. Έχω ένα πρόγραμμα που τ’ αναγνωρίζει…

~~~

«Κι όσο μου φεύγεις μακριά
τόσο η φλόγα σου με καίει και με σβήνει
σαν τη θάλασσα στα βράχια με ρίχνει…
» [1]

~~~

– …στο κέντρο, το πιο φωτεινό, είναι ο Δίας. Αριστερά ο Κρόνος, κάτω του ο αστερισμός του Τοξότη, κάτω ακριβώς απ’ τον Δία το πιο έντονο φωτάκι είναι ο Αντάρης απ’ τον αστερισμό του Σκορπιού.

– Θυμάσαι μια απ’ τις ιστορίες του Σκορπιού; Τον είχε στείλει η Αρτέμη να τσιμπήσει τον Ωρίωνα όταν αυτός την άφησε επειδή ερωτεύτηκε την Ηώ. Ο Δίας έκανε τον Ωρίωνα αστερισμό και έβαλε και τον Σκορπιό στο αντίθετο σημείο του ουρανού για να μην συναντηθούν ποτέ στον ουράνιο θόλο.

~~~

«Τα πνεύματα επιστρέφουνε τις νύχτες
φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές…
…Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου
» [2]

~~~

Τ´ αστέρια στον ουρανό, οι μύθοι που τα συνοδεύουν, η πανταχού παρούσα τεχνολογία που δίνει απαντήσεις, τα τραγούδια απ´ τα ηχεία της καφετέριας που παρεμβαίνουν στις συζητήσεις πριν χαθούν στη σκοτεινή θάλασσα,

τα τελευταία βράδια του Αυγούστου.

~~~

«..Και τότε ένα παράπονο σε παίρνει
και στα καντούνια μέσα σε γυρνά…
…Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο
αλλάζουνε εντός μου τα σύνορα του κόσμου…
» [2]


[1] Κώστας Λειβαδάς, Mοίρα μου έγινες, 2003, Ανδριάνα Μπάμπαλη 
[2] Νίκος Ζούδιαρης, Βόσπορος, 1995, Αλκίνοος Ιωαννίδης

Σελίδες:«12345678...106»