

ηλιοβασιλέματα

Απέναντι τ’ άπιαστα βουνά, [1] δεξιά ο ήλιος που βασιλεύει.
– Θα πάμε για μπάνιο;
– Είναι νωρίς ακόμη. Σε λίγο.
Σε λίγο, σε λίγο, εκεί γύρω στις 7, κάθε απόγευμα πάντα στην ίδια παραλία.
Με τη φωτεινή μπάλα να στέκεται δυο δάχτυλα πάνω απ’ τον ορίζοντα παίρνοντας κάθε φορά και διαφορετικά χρώματα ανάλογα με τα καπρίτσια του καιρού.
Μόνη της, με πυρωμένα σύννεφα γύρω της, πεντακάθαρη, θολή, με τα πουλιά που πετάνε μαύρες φιγούρες στον ουρανό.
Ο Ήλιος,
Λευκή τρύπα στο φιλμ,
τον παρακολουθείς με μισόκλειστα μάτια να κατεβαίνει γρήγορα μέχρι να χαθεί πίσω απ’ τη γραμμή για να μείνουν οι εκρήξεις των χρωμάτων και η απόλυτη ησυχία στην έρημη ακρογιαλιά.
– Πάμε, έχει κουνούπια πάλι.
~~~
«Στις οχτώ ο ήλιος φουσκώνει σα γάλος
καμαρώνει στην κορυφή του λόφου
μες στη θάλασσα είναι μεγάλο ματωμένο λαχούρι
εγώ ονειρεύουμαι ακόμα προσηλωμένη
στη μικρή σελήνη της ημέρας
αυτή η τόσο ωχρή η δίχως λάμψη
μετά το τελευταίο πληθωρικό ξέσπασμα του ήλιου ακούω
μια γνήσια ελληνική μουσική που να σκίζει την καρδιά
που κρατάει το αίσθημα επί τόπου
έτσι απόλυτα αιωρούμενο σαν κολιμπρί
τέλος κάτι πού μοιάζει με έρωτα
ή το να προσπαθείς να γράψεις.» [2]

[1] απέναντι =>
[2] Μάτση Χατζηλαζάρου, εκεί πέρα εδώ, Ικάρος, 1989