Σεπτέμβριος 7 2024

επανεκκίνηση

«Τα μήλα ήταν μέλι.
Ο Μίμης και η Άννα αδέρφια αγαπημένα.
Δεν κάπνιζε το τζάκι τους,
δε μάλωναν,
δεν τα ’παιρνε ο πατέρας στο χωράφι.
Όλα κυλούσαν ήρεμα στο αναγνωστικό.
Άστραφτε νιάτα κι ομορφιά η βασίλισσα στο κάδρο
και το πουλί περιπλεγμένο μες στις δάφνες.

Σε φέτες απορίας γευόμουνα τον κόσμο.
Δεν άλλαξε η γεύση του, συνήθισα μονάχα.» [1]

~~~

Χρόνια τώρα πρώτα μπαίνει,
στην πρόκα πάνω από τον πίνακα,
το μεγάλο ρολόι της τάξης,

Του βάζω τις μπαταρίες,
οι δείχτες του αρχίζουν να κινούνται και το «τικ τακ» του ακούγεται στην άδεια αίθουσα
σηματοδοτώντας μια καινούρια αρχή,

Πάντα είναι μια καινούρια αρχή.

– Ξέρεις ότι όταν λέμε «καλή χρονιά» το φθινόπωρο κάποιοι μας κοιτάζουν περίεργα;

– Εγώ πάντως λέω «καλή αρχή» και είμαι οκ.

~~~

«Γρανάζια έκκεντρα και ελλειπτικά
κύλινδροι και κοχλίες
για να μετρούν το χρόνο τον αμέτρητο
τον αείρροο, άχρονο χρόνο» [2]

~~~

– Όταν αρχίζει το σχολείο και είναι τα παιδιά δεν ακούω ποτέ τον χτύπο του, τώρα όμως είδες πόσο δυνατός είναι; Σαν ν’ αναδεύει τις σκέψεις στο μυαλό.

– Δεν αφήνεις αυτές τις ανησυχίες και ν’ αρχίσεις να τακτοποιείς τα πράγματά σου; Πάλι θα φτάσεις στον Αγιασμό και η αίθουσά σου θα είναι ένα χάος.

~~~

«Και βέβαια το ξέρεις
σε τίποτα δεν ωφελούν τα ρολόγια.
Οι δείχτες είναι το σπαθί που
διαρκώς αλλάζει κόψη.
Ατέλειωτοι κύκλοι αφαιρέσεως τα ρολόγια.
Κάθε αριθμός κι ένας τρόπος εκροής του χρόνου.» [3]

~~~

Του βάζω τις μπαταρίες,
το στερεώνω προσεκτικά,
οι δείχτες του αρχίζουν να κινούνται,
μεταφέρω για ώρες τις κούτες από το ένα θρανίο στο άλλο,
χωρίς όμως να λένε ν’ αδειάσουν,
και το μυαλό πηγαίνει ανάμεσα στα ατέλειωτα τικ τακ:

από παιδικό πρόσωπο σε παιδικό πρόσωπο,
(ντροπαλό, χαμογελαστό, φοβισμένο, αμήχανο, χαρούμενο, περίεργο, τολμηρό…)

– Πόσο να μεγάλωσαν άραγε μέσα στο καλοκαίρι;

από αναμνήσεις της προηγούμενης χρονιάς,

– Δεν έπρεπε να το χειριστώ μ’ αυτό τον τρόπο, είδες πώς αντέδρασε;

σε μεγαλεπήβολες ιδέες για τη νέα,

– Ανεκπλήρωτες μένουν οι περισσότερες
καθώς συνήθως τις παρασέρνει η καθημερινότητα της τάξης.

και οι κούτες απλωμένες στα θρανία
να μη λένε ν’ αδειάσουν.

– Δε μου αρέσουν τα λούτρινα εκεί,
νομίζω καλύτερα είναι στο περβάζι.

~~~

«Με ροκανίζουνε ρολόγια, μνήμες, γεγονότα,
ολόκληρη μέσα στα όνειρα μονάχα.» [4]


[1] Γιώτα Αργυροπούλου, Στο Δημοτικό, Νερά απαρηγόρητα, Πλανόδιον, 2004
[2] Λένα Παππά, Ρολόγια
[3] Χρήστος Τουμανίδης, Τα ρολόγια, Από το βάθος της αιτίας Ποιήματα, 1978-2005, Κουκίδα, 2018
[4] Λένα Παππά, Διάττοντες, Ηρόδοτος, 2013

Category: Πλίνθοι & κέραμοι, Στους Imaginistes | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο επανεκκίνηση
Σεπτέμβριος 4 2024

σανίδα ΙΙ, μυοψίες


«…Βαθιά ένα καράβι έμενε ακίνητο
Ακίνητο ένα καλοκαίρι
Φυσούσαν άνεμοι φουσκώναν τα πανιά
Δεν έλεγε να φύγει. Τι περίμενε;
Κανείς δεν ξέρει…»[1]

~~~

Αργά το απόγευμα,
όπως κάθε φορά,
στη μικρή παραλία για μπάνιο,
ένα ζευγαράκι ξαπλωμένο αγκαλιά στα χοντρά χαλίκια της ακρογιαλιάς

– Καλά, πώς μπορούν και ξαπλώνουν τόση ώρα στις πέτρες;
– Όταν είσαι νέος και ερωτευμένος, ξαπλώνεις παντού.

ένα νεαρό κορίτσι μόνο του στην άκρη της παραλίας,
στο σημείο όπου ο ήλιος αν και χαμηλά στον ορίζοντα χτυπάει ακόμη τα σκούρα βράχια,
να ρουφάει άπληστα τις ακτίνες του.

– Δεν είναι πολύ όμορφη;

~~~

«…Μια πάλλευκη τουρίστρια απʼ το βορρά
Τα ʽφτιαξε με τον ήλιο
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
Σκούρυνε αφομοιώθηκε απʼ το τοπίο…» [1]

~~~

Και η θάλασσα,
ήσυχη, σκοτεινή απ’ τις σκιές των απότομων βράχων της ακτής.

– Το ξέρεις ότι απέναντί μας είναι ο κόλπος της Βεγγάζης στη Λιβύη;
– Λες κάποια βράδια τα φωτάκια που αχνοφαίνονται να είναι από εκεί;
– Είναι και πέρασμα για τα καράβια. Είδες πόσα στέκονται πολλές φορές ακίνητα στα βαθιά κάθε μέρα;
– Μην ανοιχτείς πολύ, βραδιάζει

~~~~

οπότε,
μέχρι το έμπα στου κόλπου
λίγο πιο μέσα απ’ τα κύματα της ανοιχτής θάλασσας,
προστατευμένος στην αγκαλιά της στεριάς
για ώρα ξαπλωμένος ανάσκελα στο νερό.

με τα μάτια κλειστά να κυνηγάς τις μαύρες κουκκίδες που εμφανίζονται και εξαφανίζονται μπροστά σου.

– Μυοψίες τις είπε ο οφθαλμίατρος καθώς εξηγούσε πώς σχηματίζονται. –

με τα αυτιά βυθισμένα ν’ ακούς τον επαναλαμβανόμενο χτύπο της μηχανής απ’ την ψαρόβαρκα που βγαίνει τέτοια ώρα κάθε μέρα.

~~~

Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος και οι μαύρες κουκκίδες.
Οι μαύρες κουκκίδες και ο επαναλαμβανόμενος χτύπος .
Ο επαναλαμβανόμενος χτύπος και οι μαύρες κουκκίδες.
Οι…, ο…,

~~~

– Θα μπορούσα να μείνω εδώ όλο τον χρόνο.

~~~

«…Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
Ξεχάστηκε θαμμένος μες στην άμμο
Όταν τον θυμηθήκαν ύστερ’ από μέρες
Σηκώσαν το καπέλο του
Δεν ήταν από κάτω…» [1]



[1] Χιόνης Αργύρης, Το ωραίο καλοκαίρι, από το άλμπουμ Η μοναξιά του σχοινοβάτη των Πάνο και Χάρη Κατσιμίχα, 1992

Category: Πλίνθοι & κέραμοι, Στους Imaginistes | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο σανίδα ΙΙ, μυοψίες
Αύγουστος 31 2024

μπόρα

Το σύννεφο ήρθε αργά το απόγευμα γρήγορα απ´ τον Βορρά,
μαύρο, βαρύ, απειλητικό.
Στάθηκε πάνω απ´ τη θάλασσα και το βουνό,
κουβαλώντας μαζί του τον αέρα και τη βροχή:

Μια κουρτίνα νερού που πλατάγιζε και σκέπασε
τις πλαγιές,
τους πέτρινους πύργους,
τα βράχια της ακτής,
τη θάλασσα…

…προκαλώντας μικρούς πανικούς:

– Φέρε μέσα τις πετσέτες και τα μαξιλάρια απ´ τις καρέκλες,
– Κλείσε την άλλη μπαλκονόπορτα.
– Άφησες τα παπούτσια στο μπαλκόνι.

αλλά και

– Τι όμορφα που μυρίζει το χώμα.
– Νομίζω ότι χρειαζόταν μια βροχή.
– Είναι τρομακτικό μα ωραίο το θέαμα.

~~~

– Αυτό ήταν. Έφυγε.

– Θα πάμε για μπάνιο; Η παραλία είναι έρημη, η θάλασσα έχει ηρεμήσει, ο ουρανός είναι γεμάτος χρώματα.

~~~

«Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη
στον κήπο του παλαιού
ξενοδοχείου.
Μυρίζει χώμα οργασμικό
στη διψασμένη γη.
Πάμε να φύγουμε
δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.»[1]


[1] Γιάννης Βαρβέρης, Μπόρα, Ποιήματα Τόμος Β’ 2001-2013, Κέδρος, 2013

Category: Πλίνθοι & κέραμοι, Στους Imaginistes | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο μπόρα