βάρδια

Τα πρωινά, εκεί γύρω στις πέντε,
οι κινήσεις γίνονται μηχανικά:
Πλύσιμο, ξύρισμα, καφές, ντύσιμο,
μηχανικά,
αλλά όχι πάντα σωστά,
– Σήμερα κατέβηκα τις σκάλες και στην εξώπορτα κατάλαβα ότι έφευγα με τις παντόφλες.
γιατί το μυαλό από ένα σημείο και μετά αδυνατεί να εστιάσει,
γίνεται σαν μια απέραντη θάλασσα
με τις σκέψεις να πετάνε άστατα απ’ τη μια άκρη της στην άλλη.
– Πρέπει να σημειώνω το τι έχω να κάνω. Πάλι θα ξεχάσω κάτι.
~~~
Τα πρωινά, εκεί γύρω στις πέντε,
έχει μια ψύχρα που η υγρασία την κάνει πιο έντονη.
– Σου έβαλα ένα λεπτό μπουφάν. Να το φοράς γιατί το πρωί θα έχει κρύο.
αλλά,
έμεινε διπλωμένο στη βαλίτσα
γιατί το σώμα αναζητά αυτά τα αμέτρητα τσιμπήματα του ψυχρού αέρα πάνω του.
– Να το φοράς, θα κρυώσεις και τι θα γίνει τότε;
αλλά,
έμεινε διπλωμένο στη βαλίτσα
και αντιδρώ στη νουθεσία,
σαν τα μικρά που έρχονται τα κρύα πρωινά απ’ το σπίτι τους κουκουλωμένα με τα μπουφάν
και μόλις φτάνουν στην αυλή του σχολείου
τα πετάνε πάνω στις τσάντες
βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα στον κρύο αέρα.
και τρέχουν με τα κοντομάνικα πάνω κάτω αδιαφορώντας για τις συνετές συστάσεις μαμάδων, μπαμπάδων, δασκάλων,
– Μα κύριε δεν κρυώνω καθόλου.
~~~
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές·»[1]
~~~
Τα πρωινά, εκεί γύρω στις πέντε,
η παλιά Εθνική είναι συνήθως άδεια,
με τα κίτρινα φώτα να φωτίζουν τις σκιές
και τα φανάρια να αναβοσβήνουν χωρίς σταματημό,
πράσινο
πορτοκαλί
κόκκινο
πράσινο
….
ρυθμίζοντας την κυκλοφορία ανύπαρκτων αυτοκινήτων.
– Πριν γίνει ο καινούριος δρόμος η κίνηση εδώ δε σταματούσε ποτέ.
~~~
«Kαι ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός,
σκληρότερος παρά ποτέ,
σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος…»[1]
~~~
Τα πρωινά, εκεί γύρω στις πέντε,
λίγο πριν την ανηφόρα για το νοσοκομείο,
ντλινγκ!
έρχεται το μήνυμα:
«Ήταν ανήσυχη / κοιμήθηκε καλά,
ήθελε να φύγει / μου έλεγε ιστορίες…»
– Αν κοιμάται φύγε, σε λίγο φτάνω και θα αναλάβω εγώ…
[1] Ανδρέας Εμπειρίκος, Ο δρόμος, Οκτάνα, Ίκαρος, 1980.


