μπόρα

Το σύννεφο ήρθε αργά το απόγευμα γρήγορα απ´ τον Βορρά,
μαύρο, βαρύ, απειλητικό.
Στάθηκε πάνω απ´ τη θάλασσα και το βουνό,
κουβαλώντας μαζί του τον αέρα και τη βροχή:
Μια κουρτίνα νερού που πλατάγιζε και σκέπασε
τις πλαγιές,
τους πέτρινους πύργους,
τα βράχια της ακτής,
τη θάλασσα…
…προκαλώντας μικρούς πανικούς:
– Φέρε μέσα τις πετσέτες και τα μαξιλάρια απ´ τις καρέκλες,
– Κλείσε την άλλη μπαλκονόπορτα.
– Άφησες τα παπούτσια στο μπαλκόνι.
αλλά και
– Τι όμορφα που μυρίζει το χώμα.
– Νομίζω ότι χρειαζόταν μια βροχή.
– Είναι τρομακτικό μα ωραίο το θέαμα.
~~~
– Αυτό ήταν. Έφυγε.
– Θα πάμε για μπάνιο; Η παραλία είναι έρημη, η θάλασσα έχει ηρεμήσει, ο ουρανός είναι γεμάτος χρώματα.
~~~
«Αιφνίδια μπόρα αρχές Σεπτέμβρη
στον κήπο του παλαιού
ξενοδοχείου.
Μυρίζει χώμα οργασμικό
στη διψασμένη γη.
Πάμε να φύγουμε
δεν έχουμε καμιά δουλειά εδώ.»[1]

[1] Γιάννης Βαρβέρης, Μπόρα, Ποιήματα Τόμος Β’ 2001-2013, Κέδρος, 2013